Ο συχνότερος παράγων υπογονιμότητας είναι οι βλάβες των σαλπίγγων που εμφανίζονται είτε σαν απόφραξη, είτε σαν δυσλειτουργία. Το κύριο αίτιο είναι ιστορικό φλεγμονών σαλπίγγων.
Η σοβαρή ενδομητρίωση αποτελεί άλλη μια νόσο που οι συμφύσεις που δημιουργεί στην περιοχή των έσω γεννητικών οργάνων παραμορφώνουν και εκτρέπουν τη φυσιολογική λειτουργία τους. Ακόμη, όμως, και η ελαφριά μορφή της ενδομητρίωσης αποτρέπει την τεκνοποίηση μέσω πολλαπλών μηχανισμών, όπως δυσλειτουργία της ωοθυλακιορρηξίας, δυσλειτουργία στη μεταφορά σπερματοζωαρίων, ωαρίων ή εμβρύων στις σάλπιγγες έως και της εμφύτευσης στη μήτρα.
Η λαπαροσκόπηση θα μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για το αν υφίσταται δυνατότητα χειρουργικής αποκατάστασης ή χρήζει εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Οι διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας σε πρώτη φάση αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή, αν όμως παρ” όλες τις προσπάθειες δεν έρχεται η κύηση, τότε η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί λύση, όταν ο χρόνος αναπαραγωγής εξαντλείται.
Ως υπογονιμότητα άγνωστης αιτιολογίας ορίζουμε την έλλειψη κύησης όταν ο βασικός έλεγχος δεν εντοπίζει κάποιο προφανές πρόβλημα στο γεννητικό σύστημα του ζευγαριού. Σε αυτές τις περιπτώσεις το πρόβλημα βρίσκεται στο μικρόκοσμο και η εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να το διαγνώσει ή και να το παρακάμψει.
Επειδή ο χρόνος είναι η βασική συνιστώσα στη γονιμότητα, γυναίκες άνω των 40 ετών χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση για να έχουν λύση στο πρόβλημά τους, ενώ όλα μπορεί να δείχνουν φυσιολογικά.
Μια κρυφή αιτία υπογονιμότητας αποτελεί η ανοσολογικής βάσης υπογονιμότητα, η οποία όμως δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί. Η εξωσωματική παρακάμπτει πολλές φορές τα ανοσολογικά προβλήματα, προσφέροντας θεραπευτική-φαρμακευτική προστασία των εμβρύων ταυτόχρονα με τη εμφύτευσή τους.
Όταν η γυναίκα δεν παράγει ωάρια πλέον ή δεν έχει ωοθήκες, η εξωσωματική γονιμοποίηση προσφέρει λύση μέσω της δωρεάς ωαρίων από άλλα γυναίκα ηλικίας κάτω των 35 ετών. Αντίστοιχα, όταν επανειλημμένες σπερματεγχύσεις με δωρεά σπέρματος έχουν αποτύχει, τότε η εξωσωματική είναι η προσφορότερη λύση.
Σήμερα, με τις μεγάλες προόδους της κυτταρογενετικής, η βιοψία των εμβρύων είναι εφικτή, καθ” όσον η λήψη ενός μόνο κυττάρου από ένα έμβρυο οκτώ κυττάρων μας δίνει γενετικές πληροφορίες. Έτσι, μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης μπορεί να διαγνωστεί η χρωμοσωμική υγεία ενός εμβρύου, το φύλο του, ώστε να μην μεταφερθούν τα θηλυκά ή αρσενικά αν είναι φορείς φυλοσύνδετης νόσου, καθώς και οι χρωμοσωμικές μεταθέσεις.